- πολυχρόνους
- πολύχρονοςmasc/fem acc pl
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
θεοφανής — I (1ος αι. π.Χ.). Ιστορικός από τη Μυτιλήνη. Παρακολούθησε τις εκστρατείες του Πομπήιου και τις περιέγραψε, συγκρίνοντάς τις με εκείνες του Μεγάλου Αλεξάνδρου. Αυτό κολάκευσε τον Πομπήιο, που τον αναγόρευσε, το 61 π.Χ., Ρωμαίο πολίτη. Στον… … Dictionary of Greek
χριστιανός — I Όνομα βασιλιάδων της Δανίας. 1. X. A’ (1425 – 1481). Γιος του δούκα του Ολδεμβούργου. Μετά τον θάνατο του Χριστόφορου Γ’ έγινε βασιλιάς της Δανίας και το 1450 της Νορβηγίας. Η Σουηδία αντίθετα, αν και υπαγόταν επίσης στο στέμμα της Δανίας, δεν… … Dictionary of Greek
Βησσοί ή Βέσσοι — Αρχαίος πολεμικός λαός της Θράκης, που είχε κυρίως ληστρικές επιδόσεις. Η φυλή αυτή δεν υποτάχθηκε στον Ξέρξη, o οποίος όταν πέρασε από τη Θράκη υποχρέωσε όλες τις θρακικές φυλές να τον ακολουθήσουν στην εκστρατεία του. Οι Β. διατηρούσαν μαντείο… … Dictionary of Greek
Βοσνία-Ερζεγοβίνη — Κράτος της νοτιοανατολικής Ευρώπης, στη Βαλκανική χερσόνησο, που προέκυψε από τη διάλυση της Γιουγκοσλαβίας.Συνορεύει Β και Δ με την Κροατία και Α και Ν με τη (Νέα) Γιουγκοσλαβία.Το κράτος της Β. Ε. έχει μικρή διέξοδο στην Αδριατική Θάλασσα. Τα… … Dictionary of Greek
Μαρτινέλης, Γεώργιος — (Κέρκυρα 1836 – 1896). Λογοτέχνης. Σπούδασε στην Ιταλία, όπου έμεινε μερικά χρόνια, και στη συνέχεια επέστρεψε στη γενέτειρά του, αρχίζοντας πολύχρονους αγώνες για την ένωση της Επτανήσου με την Ελλάδα. Στα ελληνικά γράμματα παρουσιάστηκε για… … Dictionary of Greek
Ροβέρτος — I Λατίνος αυτοκράτορας (1221 28) της Κωνσταντινούπολης. Eξελέγη αυτοκράτορας από τους βαρόνους, μετά την άρνηση του μεγαλύτερου αδελφού του Φίλιππου να αναλάβει το αξίωμα. Η διαρκής όμως πίεση του Βατάτζη και του δεσπότη της Ηπείρου Θεόδωρου, τον … Dictionary of Greek